- ἐκλογιστής
- ἐκλογιστήςaccountantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλογιστής — ἐκλογιστής, ο (Α) 1. λογιστής (και ως δημόσιο αξίωμα) 2. εισπράκτορας φόρων … Dictionary of Greek
ἐκλογισταί — ἐκλογιστής accountant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)